ευτηξία

ευτηξία
η (легко)плавкость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευτηξία" в других словарях:

  • ευτηξία — η (Α εὐτηξία) [εύτηκτος] η ιδιότητα τού ευτήκτου, το να λειώνει κάτι εύκολα …   Dictionary of Greek

  • ευτηξία — η το να είναι κάτι εύτηκτο, να λιώνει εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐτηξίας — εὐτηξίᾱς , εὐτηξία easily melted fem acc pl εὐτηξίᾱς , εὐτηξία easily melted fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύτηκτος — η, ο (Α εὔτηκτος, ον) 1. αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔτηκτο(ν) η ευτηξία, η εύκολη τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτός (< τήκω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»